- συνορίτης
- ο , συνορίτισσα η сосед, -ка (по владению, имению)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνορίτης — ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν 1. όμορος, γειτονικός 2. συνοριακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. ίτης (πρβλ. συντοπ ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1750 στον Αλέξ. Καγκελλάρη] … Dictionary of Greek
συνορίτης — ο θηλ. συνορίτισσα αυτός που συνορεύει, ο γείτονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλησιόχωρος — η, ο αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί σε κοντινό χώρο, γείτονας, συνορίτης: Για τους πλησιόχωρους οικισμούς επιβάλλεται η ίδρυση μιας οργανωμένης σχολικής μονάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)